Πριν 2 μήνες περνούσα πυρετωδώς μία ακόμα φάση αναζήτησης διαμερίσματος- πριν το ξεπεράσω και αποφασίσω ότι "καλάααα είναι μωρέ και εδώ". Είδα λοιπόν αρκετά διαμερίσματα. Σχεδόν όλα μάπα και αρκετά ακριβά για το πόσο μάπα ήταν. Μέσα σ' αυτά ήταν και μια γκαρσονιέρα-δώμα, κάπου στου Ζωγράφου- Γουδί έλεγε η αγγελία.
Είχα πάρει τηλέφωνο πρώτα και το σηκώνει μια γιαγιά. Με ενημερώνει ότι ακόμα ο νοικάρης της είναι μέσα και ότι δεν μπορώ να το δω. Μα, μια ματιά θα ρίξω, αποκρίνομαι. "Όχι, δεν γίνεται να το δεις, είναι βρώμικο, θα σε πάρω τηλέφωνο όταν φύγει, να το καθαρίσω πρώτα, είναι πολύ ωραίο διαμέρισμα, έχει λιόθερμο, έχει την ησυχία του, είναι κουκλίστικο". Αν ήξερα πόσες φορές θα τα ακούσω τα παραπάνω λόγια...
Της εξηγώ ότι θα μείνω με τον φίλο μου, ο οποίος θα πάει φαντάρος το φθινόπωρο. Η αγγελία έλεγε 280 ευρώ και μου είπε πως θα μου το αφήσει 250. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάπου εκεί έπρεπε να αρχίζω να ψυλλιάζομαι για την ψυχική υγεία της γιαγιάς.
Περνάνε κάποιες βδομάδες και με παίρνει η γιαγιά τηλέφωνο να πάω να το δω. Εκείνη τη μέρα περίμενα την κολλητή μου που θα τη φιλοξενούσα όλη τη βδομάδα γιατί έπιανε δουλειά στην αθήνα, ενώ είναι από τρίκαλα. Πάω λοιπόν το βράδυ, και ήδη από τη διαδρομή που έκανα αντιλήφθηκα ότι είναι αρκετά πιο μακριά απ' όσο το υπολόγιζα και ότι δεν μου κάνει. Αλλά πάω. Ανεβαίνω λοιπόν, ο προηγούμενος νοικάρης ήταν ακόμα μέσα, ένας ομορφούλης Ισπανός... όπου αργότερα, όταν κατεβήκαμε στο σπίτι της γιαγιάς- γιατί έμενε ακριβώς από κάτω- φρόντισε να με ενημερώσει μέχρι και τι βρακί φοράει. Μέσα στα πρώτα λεπτά της γνωριμίας μας έμαθα από τη γιαγιά ότι είχε έρθει στους ολυμπιακούς και του άρεσε, έκανε μαθήματα και κρεβάτωνε τις πιτσιρίκες, ότι είχε μια κοπέλα, μια ωραία ψηλή, μου είπε και όνομα, μα νομίζω ότι μου είπε και που δουλεύει. Έπρεπε να τα είχα καταλάβει όλα, αλλά όχι.
Τέλος πάντων της εξηγώ ότι εμένα το σπίτι δεν μου κάνει, αλλά έρχεται η κολλητή μου, το και το. Όντως στις 2 μέρες την παίρνω τηλέφωνο μετά από παρότρυνση της κολλητής μου, για να πάει να το δει. Κάπου εδώ να σημειώσω ότι με έβαλε να πω στην κολλητή μου 270 και όχι 250. Ενώ εμένα κανονικά, είπαμε με συμπάθησε, θα μου το άφηνε 250. Λοιπόν την επόμενη την παίρνει η κολλητή μου και της λέει ότι δεν προλαβαίνει να πάει να το δει και ότι θα την πάρει όποτε μπορεί. Την μεθεπόμενη με παίρνει η κ. Στέλλα πλέον- είχα μάθει το όνομα της- να μου γκρινιάξει γιατί δεν πήγε η φίλη μου να δει το σπίτι, ενώ της είπε ότι θα πάει. Της εξήγησα ότι της είπε ότι της είπε ότι θα την πάρει τηλέφωνο και ότι δεν της είπε ότι θα πάει. Ακόμα και τότε έπρεπε να τα είχα καταλάβει όλα. Αλλά όχι.
Το σ/κ πήγε η κολλητή μου να το δει, και της άρεσε. Με παίρνει λοιπόν τηλέφωνο και μου λέει μήπως μπορώ να πάρω τη γιαγιά να την παρακαλέσω να ρίξει την τιμή. Είμαι τόσο καλή φίλη που πήρα. Η γιαγιά ανένδοτη. Αλλά εμένα εκεί, στη συμπάθεια "τα πήρες τα τυροπιτάκια που σου έστειλα; τα έφαγες;". Α. Επίσης να σας πω πως σε όλα τα τηλεφωνήματα μας η γιαγιά μου έλεγε πόσο καλό είναι το σπίτι, έχει λιόθερμο, έχει ησυχία, και όλα τα προσωπικά του ισπανού.
Να μην σας τα πολυλέω η φίλη μου είπε οκ για το σπίτι και είχε τη φαεινή ιδέα χωρίς να έχει δώσει καν τα νοίκια να πάει να μείνει εκεί με τον φίλο της, δίνοντας στη γιαγιά 50 ευρώ. Μαλακία της φίλης μου μεν, εγώ τι φταίω δε. Με παίρνει η γιαγιά τηλέφωνο. Τότε πια τα είχα καταλάβει όλα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω και τίποτα. Ξανά μανά. Το σπίτι. Το λιόθερμο. Ο ισπανός. Προστέθηκαν στην ιστορία τα εξής "είχε έρθει ένας αστυνομικός, αλλά εγώ τον έδιωξα γιατί προτίμησα τη φίλη σου" και "θα το νοικιάσει το σπίτι η φίλη σου;". Επειδή δεν είχε πάρει τα λεφτά της δεν μπορούσε να καταλάβει ότι "ναι, θα το νοικιάσει, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχει σηκώσει τα λεφτά". Μαλακία της φίλης μου, αλλά δουλειά της φίλης μου κιόλας να τα τραβάει.
Την επόμενη βδομάδα θα με πήρε κάμποσες φορές. Η φίλη σου. Το αγόρι της. Ο ισπανός. Τα λεφτά. Ο αστυνομικός. Το λιόθερμο. Πάντοτε προσπαθούσα να είμαι ευγενική.
Αφού λοιπόν ξεπεράσαμε όλα τα τυπικά, πάω μια μέρα να κοιμηθώ στη φίλη μου. Φεύγει η φίλη μου για τη δουλειά και κάποια στιγμή χτυπάει το κουδούνι. Ήταν η γιαγιά. "Αα, καλά κατάλαβα ότι είναι κάποιος εδώ". "Να έρθεις μετά κάτω να μιλήσουμε". Είμαι ηλίθια και πήγα. Και με άρχισε. Η φίλη σου. Ο ισπανός. Το λιόθερμο. Ο φίλος της. Να με ενημερώνει για το ποιος έρχεται στο σπίτι. Ο άντρας της. Η κατοχή. Μου δωροδόκησε μάλιστα με ένα κουτί φερέρο ροσέ τα οποία μου επισήμανε να μην τα αφήσω πάνω, αλλά να τα πάρω σπίτι μου. Της είπα ότι δεν τρώω γλυκά (ψέματα καλέ), το δέχτηκε με τα χίλια ζόρια και κάποια στιγμή κατάφερα να φύγω, αφού πρώτα προσπάθησα να την ενημερώσω ότι η φίλη μου έχει αρκετές φίλες και δεν γίνεται να της λέει κάθε φορά ποιος θα έρχεται. Έλεος- αυτό δεν της το είπα.
Έκτοτε δεν με ξαναπήρε. Γιατί έπαιρνε τη φίλη μου, όχι τίποτα άλλο. Ώσπου η φίλη μου έφερε ξανά τον φίλο της που σπουδάζει αλλού και μείνανε μια βδομάδα. Πρώτη μέρα που είχα βγει από την κλινική, με παίρνει ξανά τηλέφωνο και εγώ το ζώον δεν είχα αποθηκεύσει ακόμη τον αριθμό της. Τώρα το έχω αποθηκεύσει πια ως "μην το σηκώσεις", αλλά τότε όχι ακόμα. Και αρχίζει να κλαψουρίζει και να μου λέει για το σπίτι, τη φίλη μου, τον φίλο της, το νερό που της τρώνε από το λιόθερμο, ότι άλλα είχε κανονίσει, ότι πριν το νοίκιαζε στον ισπανό 310 και τώρα στη φίλη μου το δίνει 270 και είναι λίγα αν είναι να μένουν δυο άτομα και ότι θα τη διώξει. Εγώ ακόμα δεν είχα συνέλθει από την νάρκωση της επέμβασης, της λέω κάντε ότι θέλετε και δεν ξαναμίλησα. Κάποια στιγμή μου λέει γεια, αφού τα είπε και ξαλάφρωσε και το έκλεισε.
Έκτοτε δεν με έχει ξαναπάρει τηλέφωνο. Και το ξέρω ότι δεν έχει καμιά σπουδαία κορύφωση η ιστορία, γιατί αφού λιβάνισε ακόμα μια φορά τη φίλη μου και την έκανε να βάλει τα κλάματα από τα νεύρα της, η κυρία Στέλλα δεν μας ξαναενόχλησε. ΑΚΟΜΑ.